- φρατρικός
- η , ό[ν] ист. относящийся к фратрии
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φρατρικός — ή, όν, Α [φράτρα / φρατρία] φρατριατικός* … Dictionary of Greek
φρατρικά — φρατρικός comitia curiata neut nom/voc/acc pl φρατρικά̱ , φρατρικός comitia curiata fem nom/voc/acc dual φρατρικά̱ , φρατρικός comitia curiata fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρατρικῆς — φρατρικός comitia curiata fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)